- καταθορυβώ
- (Α καταθορυβῶ, -έω)νεοελλ.δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμονεοελλ.-αρχ.κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τόν αναστατώνωαρχ.ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταθορυβώ — καταθορύβησα, καταθορυβήθηκα, καταθορυβημένος 1. κάνω πολύ θόρυβο: Οι μαθητές καταθορυβούν στον επάνω όροφο. 2. κάνω κάποιον να ανησυχήσει: Καταθορυβήθηκε η κυβέρνηση από τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
καταθροώ — καταθροῶ, έω (AM) καταθορυβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)] … Dictionary of Greek
καταθρυλώ — καταθρυλῶ, έω (Α) καταθορυβώ* … Dictionary of Greek
περισαλεύω — Α 1. σαλεύω, κουνώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα 2. μτφ. κλονίζω, καταθορυβώ κάποιον («οὐδὲν τούτων τὸν πατριάρχην περιεσάλευσε», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
προκαταταράσσω — Α καταταράζω, καταθορυβώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταταράσσω «ταράζω πάρα πολύ, αναστατώνω»] … Dictionary of Greek
συγκλονώ — συγκλονῶ, έω, ΝΑ κλονίζω, σείω συθέμελα, συνταράσσω (α. «ισχυρός σεισμός συγκλόνησε την πόλη» β. «οἷον ἀπὸ πελάγευς συγκλονέουσα νέας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. μτφ. καταθορυβώ, συγκλονίζω αρχ. 1. επιφέρω σύγχυση, προξενώ ταραχή σε συνωθούμενο πλήθος… … Dictionary of Greek